Ένας μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων καταφεύγει στα αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Σύμφωνα με μια νέα γερμανοβρετανική έρευνα, ένας στους 10 μεσήλικες και ένας στους 13 ενήλικες πήρε αντικαταθλιπτικά τους τελευταίους 12 μήνες. Στην Ελλάδα πάντως η λήψη τέτοιων φαρμάκων γίνεται στο μικρότερο δυνατό βαθμό σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου ΙΖΑ της Βόννης και του πανεπιστημίου του Γουόργουικ, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Μπλαντσφλάουερ και τον καθηγητή ’ντριου Όσβαλντ, μελέτησαν ένα τυχαία επιλεγμένο δείγμα περίπου 30.000 Ευρωπαίων σε 27 χώρες. Αναλογικά, τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά καταναλώνονται στην Πορτογαλία, ενώ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο βρίσκονται η Γαλλία και η Βρετανία.
Στην μία άκρη της κατάταξης βρίσκεται η Πορτογαλία όπου το 84% δηλώνει ότι δεν έχει πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικό, το 5% παίρνει κατά καιρούς (όταν κάποιος αισθάνεται την ανάγκη), το 2% τακτικά για διάστημα μικρότερο του ενός μηνός και το 9% τακτικά για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός.
Στον αντίποδα, στην Ελλάδα δεν έχει πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικό το 97% του πληθυσμού (το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη), κατά καιρούς παίρνει το 1%, ενώ τακτικά για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός μόλις το 1%.
Ο ’ντριου Όσβαλντ έκανε λόγο για ανησυχητική διαπίστωση. «Τα αντικαταθλιπτικά είναι σχετικά νέο προϊόν. Καθώς ζούμε στην πλουσιότερη και ασφαλέστερη εποχή στην ανθρώπινη ιστορία, ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί ένας στους δέκα Ευρωπαίους πολίτες μέσης ηλικίας χρειάζεται ένα χάπι για να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του. Πρόκειται για ένα τρομακτικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων που εξαρτιούνται από μια χημική ευτυχία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η πιθανότητα λήψης αντικαταθλιπτικών είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες, στους ανέργους, στους λιγότερο μορφωμένους, στους διαζευγμένους και τους χωρισμένους.
Η κατανάλωση αυξάνεται σταδιακά και αποκορυφώνεται λίγο πριν τα 50 έτη, ενώ μετά αρχίζει σιγά-σιγά να υποχωρεί. Οι άνθρωποι της μέσης ηλικίας έχουν περίπου διπλάσια πιθανότητα να παίρνουν αντικαταθλιπτικά σε σχέση με όσους είναι κάτω των 25 ή άνω των 65 ετών (πράγμα που ισχύει και για τα δύο φύλα).
Αυτή η διαχρονική τάση συμπίπτει με μια άλλη τάση που έχει καταγραφεί διεθνώς, ότι η ευτυχία και η νοητική υγεία βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα στην νεανική ηλικία, υποχωρούν σταδιακά ώσπου φτάνουν στο "ναδίρ" στην μέση ηλικία και μετά σταδιακά αυξάνονται πάλι.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου ΙΖΑ της Βόννης και του πανεπιστημίου του Γουόργουικ, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Μπλαντσφλάουερ και τον καθηγητή ’ντριου Όσβαλντ, μελέτησαν ένα τυχαία επιλεγμένο δείγμα περίπου 30.000 Ευρωπαίων σε 27 χώρες. Αναλογικά, τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά καταναλώνονται στην Πορτογαλία, ενώ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο βρίσκονται η Γαλλία και η Βρετανία.
Στην μία άκρη της κατάταξης βρίσκεται η Πορτογαλία όπου το 84% δηλώνει ότι δεν έχει πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικό, το 5% παίρνει κατά καιρούς (όταν κάποιος αισθάνεται την ανάγκη), το 2% τακτικά για διάστημα μικρότερο του ενός μηνός και το 9% τακτικά για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός.
Στον αντίποδα, στην Ελλάδα δεν έχει πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικό το 97% του πληθυσμού (το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη), κατά καιρούς παίρνει το 1%, ενώ τακτικά για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός μόλις το 1%.
Ο ’ντριου Όσβαλντ έκανε λόγο για ανησυχητική διαπίστωση. «Τα αντικαταθλιπτικά είναι σχετικά νέο προϊόν. Καθώς ζούμε στην πλουσιότερη και ασφαλέστερη εποχή στην ανθρώπινη ιστορία, ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί ένας στους δέκα Ευρωπαίους πολίτες μέσης ηλικίας χρειάζεται ένα χάπι για να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του. Πρόκειται για ένα τρομακτικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων που εξαρτιούνται από μια χημική ευτυχία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η πιθανότητα λήψης αντικαταθλιπτικών είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες, στους ανέργους, στους λιγότερο μορφωμένους, στους διαζευγμένους και τους χωρισμένους.
Η κατανάλωση αυξάνεται σταδιακά και αποκορυφώνεται λίγο πριν τα 50 έτη, ενώ μετά αρχίζει σιγά-σιγά να υποχωρεί. Οι άνθρωποι της μέσης ηλικίας έχουν περίπου διπλάσια πιθανότητα να παίρνουν αντικαταθλιπτικά σε σχέση με όσους είναι κάτω των 25 ή άνω των 65 ετών (πράγμα που ισχύει και για τα δύο φύλα).
Αυτή η διαχρονική τάση συμπίπτει με μια άλλη τάση που έχει καταγραφεί διεθνώς, ότι η ευτυχία και η νοητική υγεία βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα στην νεανική ηλικία, υποχωρούν σταδιακά ώσπου φτάνουν στο "ναδίρ" στην μέση ηλικία και μετά σταδιακά αυξάνονται πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου